- τυρώδης
- -ες / τυρώδης, -ῶδες, ΝΑ [τυρός]τυροειδήςνεοελλ.φρ. «τυρώδης νέκρωση»ιατρ. μορφή νέκρωσης που εμφανίζεται σε φυματίωση, αλλ. τυροειδής εκφύλιση ή τυροειδής αλλοίωση ή τυροειδοποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυρώδει — τυρώδης like cheese masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τυρώδης like cheese masc/fem/neut dat sg τυρώδεϊ , τυρώδης like cheese dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρώδη — τυρώδης like cheese neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τυρώδης like cheese masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τυρώδης like cheese masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρωδέστατον — τυρώδης like cheese masc acc superl sg τυρώδης like cheese neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρῶδες — τυρώδης like cheese masc/fem voc sg τυρώδης like cheese neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρώδεα — τυρώδης like cheese neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τυρώδης like cheese masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρωδέων — τυρώδης like cheese masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρωδῶν — τυρώδης like cheese masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρώδους — τυρώδης like cheese masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek